ὀκωχή

ὀκωχή
ὀκωχή
Grammatical information: f.
Meaning: `arrest, hold' (EM).
Derivatives: ὀκώχ-ιμος `bound' (Cyrene IVa; after ἀγώγιμος?, Arbenz 64), ὀκωχεύειν ἔχειν, συνέχειν H. (S. Fr. 327). Literary (and orig.?) only with ἀν-, δι-, κατ- a.o. from ἀν-έχω etc.
Origin: IE [Indo-European] [888] *segʰ- `hold'; GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Reduplicated formation from ἔχω; on the explanation Wackernagel Gött. Nachr. 1902, 739f. = Kl. Schr. 1, 129f. (Schwyzer 766 n. 4). S. also ἀνοκωχή and συνοκωχότε.
Page in Frisk: 2,375

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οκωχή — ὀκωχή, ἡ (Α) (αντί ὄχή*) στήριγμα, υποστήριξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ὀχή* με αναδιπλασιασμό (πρβλ. οδωδή, οπωπή)] …   Dictionary of Greek

  • ὀκωχή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοκωχή — κατοκωχή, ἡ (Α) 1. κατάσχεση, κατάκτηση 2. το να κατέχεται κάποιος από ανώτερο πνεύμα, η έμπνευση («οὐ γάρ τέχνη, οὐδ ἐπιστήμη περί Ὁμήρου λέγεις, ἀλλά θείᾳ μοίρα καὶ κατοκωχῄ», Πλάτ.) 3. αντίληψη, κατανόηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οκωχή (<… …   Dictionary of Greek

  • μετοκωχή — μετοκωχή, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μετοχή». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οκωχή (< ὀκωχή < ἔχω, με αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄκωχα, άχρ. παρακμ. τού ἔχω), πρβλ. αν οκωχή, κατ οκωχή] …   Dictionary of Greek

  • παροκωχή — ἡ, Α το να χορηγεί, το να προμηθεύει κανείς κάτι, η παροχή, η χορήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀκωχή (< ἔχω με αναδιπλασιασμό), πρβλ. κατ οκωχή] …   Dictionary of Greek

  • συνοκωχή — ἡ, Α 1. συνοχή, συγκράτηση 2. (κατά τον Ησύχ.) «συνοχωχή νόσος, λοιδορία, μάχη». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀκωχή «στήριγμα» (βλ. λ. ὀκωχή)] …   Dictionary of Greek

  • ανοκωχή — ἀνοκωχή, η (Α) 1. παύση, ανάπαυλα, διάλειμμα 2. πρόσκαιρη παύση του πολέμου, ανακωχή 3. εμπόδιο, κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οκωχή (αντί οχή < έχω, με αναδιπλ.). Ο τ. ανοκωχή αντί ανοχή, με αναδιπλ. (πρβλ. όκωχα, άχρ. πρκ. του έχω). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • διοκωχή — διοκωχή, η (Α) [οκωχή] προσωρινή διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή …   Dictionary of Greek

  • οκωχεύω — ὀκωχεύω (Α) [οκωχή] (κατά τον Ησύχ.) «ἔχω, συνέχω», κρατώ, στηρίζω …   Dictionary of Greek

  • οκώχιμος — ὀκώχιμος, ον (Α) [ὀκωχή] υπόχρεως …   Dictionary of Greek

  • περιοκωχή — ἡ, Α περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀκωχή, διπλασιασμένος τ. τού ὀχή (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”